φωτοφασματικός

φωτοφασματικός
-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα τού φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)-* + φασματικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηρ. Μητσόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτοφασματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα του φωτός: Φωτοφασματική ανάλυση (η εξέταση των σωμάτων με το φασματοσκόπιο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”